- μακρόσκιος
- -α, -ο (AM μακρόσκιος, -ον)αυτός που ρίχνει μεγάλη σκιάαρχ.(για λαούς) αυτός που κατοικεί μακριά από τον ισημερινό, δηλαδή σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη και δέχεται τις ακτίνες τού Ηλίου πολύ πλαγίως («οἱ μέν εἰσιν ἄσκιοι, οἱ δὲ βραχύσκιοι, οἱ δὲ μακρόσκιοι», Αχιλλ. Τάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -σκιος (< σκιά), πρβλ. δολιχό-σκιος, βαθύ-σκιος].
Dictionary of Greek. 2013.